Σου ψιθυρίζω το σ’αγαπώ και ακόμη δε σε γνώρισα. Τα χρόνια που πέρασαν μια γέφυρα στην ελπίδα, πως τα κορμιά μας θα ενωθούν με όλων των ειδών τις καμπύλες. Έμαθα πως μοσχοβολούν οι απογοητεύσεις το μέλλον που θα γνωρίσουμε, γιατί αν δεν αγωνιστούμε με σύμβουλο το φως του έρωτα, πώς θα γραπώσουμε το ανέγγιχτο της ψυχής μας; Βάδισα σε στενά απομονωμένα, φτωχά και ρακένδυτα και έμαθα πως μόνο η αγάπη μπορεί να ντύσει τη μοναξιά.
Δεν ξέρω από αγγέλους και θεούς, μα έχεις μια τσαχπινιά από τη γοητεία τους. Το καρό σου το πουκάμισο που σε πρωτοείδα δε θα το ξεχάσω ποτέ, και ούτε θα λησμονήσω ποτέ τα μαλλιά σου που απλώθηκαν σαν γάντζοι στου νου τις στροφές. Όλα τα ποιήματα που ξέρω θαρρώ πως γράφτηκαν για εσένα, γιατί μόνο το βλέμμα σου που φωνάζει σε αγαπώ θα μπορούσε να τροφοδοτήσει με τόση έμπνευση τις λέξεις, ώστε να ταξιδέψουν και στα πιο απόμερα στενά του κόσμου, πάνω από ακοργιαλιές και δύσβατα βουνά, και να σημαδέψουν μια για πάντα την ίδια την ιστορία που δεν ξεχνά ποτέ αυτούς που αγαπήθηκαν και δοξάστηκαν μέσα από αυτά τα λόγια.
Άσε με λοιπόν, τώρα, να σου πω το σ’αγαπώ, όπως το είδα στα όνειρά μου και στις ζωγραφιές των παιδιών. Όπως ταξιδεύει πάνω στο κύμα και παραπατάει στο πέταγμα των πουλιών. Σε αγαπώ!